αποχαλώ

αποχαλώ
-ασα, -άστηκα, -ασμένος, καταστρέφω ή καταστρέφομαι εντελώς: Με τις μαστοριές σου τ' αποχάλασες το ρολόι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποχαλώ — (I) κ. άω κ. χαλνώ, άω 1. χαλώ, καταστρέφω τελείως 2. καταστρέφομαι τελείως. (II) ἀποχαλῶ ( άω) (Α) χαλαρώνω κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”